- περίβασις
- περί-βασις, ἡ, das Umschreiten, zum Schutz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περίβασις — εως, ἡ, Α [περιβαίνω] 1. το βάδισμα γύρω γύρω, η πορεία σε κύκλο 2. περιστροφή, περιφορά, περίοδος, γύρος («οὐρανοῡ ταχύτητα τὴν περὶ ταῡτα περίβασιν», Ερμητ. Κείμ.) 3. (κυρίως για επίδεσμο) το μέρος ενός πράγματος το οποίο περιβάλλει κάτι… … Dictionary of Greek
περίβασιν — περίβασις going round fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβασία — ἡ, Α περιβασώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ τού περιβαίνω (πρβλ. περίβασις), κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
περιβασώ — οῡς, ἡ, Α αυτή που περπατά γύρω γύρω, που τριγυρίζει 2. (ως άσεμνος χαρακτηρισμός) (για την Αφροδίτη στο Άργος) ανοικτοσκελής, αυτή που ανοίγει εύκολα τα πόδια της 3. συνεκδ. γυναίκα εύκολη, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ τού περιβαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek